- πολύθροος
- πολύ-θροος, ον, [var] contr. [suff] πολύ-θρους, ουν,A clamorous,
μάται A.Supp.820
(lyr.);φήμη Tryph.236
;κυκλίων στίχος App.Anth.3.186
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάται A.Supp.820
(lyr.);φήμη Tryph.236
;κυκλίων στίχος App.Anth.3.186
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύθροος — clamorous masc/fem nom sg πολύθρους clamorous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθροον — πολύθροος clamorous masc/fem acc sg πολύθροος clamorous neut nom/voc/acc sg πολύθρους clamorous masc/fem acc sg πολύθρους clamorous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρόοις — πολύθροος clamorous masc/fem/neut dat pl πολύθρους clamorous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθροε — πολύθροος clamorous masc/fem voc sg πολύθρους clamorous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθρους — ουν και πολύθροος, οον, Α πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό θρους/ποικιλό θροος] … Dictionary of Greek